aa

Βρίσκεστε εδώ: ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟΠΡΟΣΩΠΙΚΟΜΑΘΗΤΕΣΒΑΣΙΚΟ ΜΕΝΟΥΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΜΕΡΟΣ 1ο

«Λουκής Λάρας» Δ. Βικέλα, Α Κεφάλαιο - Μέρος 1ο

 

           Στις αρχές του  1821, βρισκόμουν στη Σμύρνη. Ήμουν τότε σχεδόν είκοσι χρονών. Πριν από επτά χρόνια  ο δάσκαλός μου, ο Παππά Φλούτης, ο Θεός ας τον συγχωρέσει, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι είχα πλέον μάθει όσα γράμματα ήταν αρκετά για έναν άνθρωπο που έμελλε να ασχοληθεί  με το εμπόριο. Ο δε πατέρας μου, είτε γιατί πείστηκε με τα λόγια του αγαθού δασκάλου μου, είτε γιατί θεωρούσε το πρακτικό σχολείο της ζωής πιο ωφέλιμο για εμένα, δεν ήθελε να με αφήσει να συνεχίσω τα γράμματα  στη Χίο αλλά από τότε με πήρε στη Σμύρνη και με παρέλαβε στην αρχή ως μαθητευόμενο και  μετά από λίγο καιρό ως συνέταιρό του στο εμπορικό του κατάστημα.

  
           Ο Ύψιστος, παρόλα αυτά, ευλογούσε τους κόπους μας. Το ισοζύγιο κάθε χρονιάς ήταν μεγαλύτερο του προηγούμενου και η εμπορική μας υπόληψη βασιζόταν κυρίως στην αγορά της Σμύρνης. Άλλωστε- μπορώ με υπερηφάνεια να πω- από την αρχή ο πατέρας μου είχε αποκτήσει καλή φήμη και υπόληψη, διότι ήταν τιμιότατος και ακριβέστατος στις συναλλαγές του. Οφείλω βέβαια  να προσθέσω (και δεν το λέω για να παινέσω τον εαυτό μου- ξέρω από πείρα, ότι όποιος επαινεί τον εαυτό του, ή αυταπατάται ή συχνά άλλους θέλει να εξαπατήσει, αλλά το λέω για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου ως γιος), ότι την επιτυχία στο στάδιο της  εμπορικής μου ζωής τη χρωστώ, προπαντός  στις αρχές της τιμιότητας, που από την παιδική κιόλας ηλικία μού ενέπνευσε ο πατέρας μου. Όσο αυξάνονταν τα κέρδη, βαθμιαία μεγάλωνε κι ο κύκλος των εργασιών μας και ταυτόχρονα κι ο ορίζοντας των βλέψεών μας.


          Οι σχέσεις μας με τους ξένους συνεργάτες μας στην Ευρώπη δεν αρκούσαν πλέον για να ικανοποιηθεί η εμπορική μας δραστηριότητα. Δύο ή τρεις από τους συμπολίτες μας,  νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχαν ήδη στήσει, εκείνα τα χρόνια, την σκηνή τους στο Λονδίνο. Το τρόπαιό τους τάραζε τον ύπνο μας, το δε παράδειγμά τους σιγόκαιγε τους φιλόδοξους πόθους μας, γι΄ αυτό σχεδιάζαμε να πάω το φθινόπωρο στην Αγγλία μαζί με έναν θείο μου από την πλευρά της μητέρας μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να διδάσκομαι την Αγγλική γλώσσα από έναν Άγγλο ιερωμένο, σαν τον Παππά Φλούτη, ο οποίος βέβαια δεν μου έμαθε και πολλά. Αλλά ίσως δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Ας μην προσβάλλω την μνήμη των πρώτων μου δασκάλων!


          Ο νους και του πατέρα, και των συγγενών ή φίλων μας και ο δικός μου ήταν προσηλωμένος αποκλειστικά στο έργο μας. Σχετικά με την Φιλική Εταιρεία και την επανάσταση που οργανωνόταν δεν γνωρίζαμε τίποτα. Συναισθανόμαστε μεν, κάπως αόριστα και εμείς, μαζί με όλους τους τότε Έλληνες την κινητικότητα προς την ελευθερία, βλέπαμε Ευρωπαίους στην Σμύρνη να κρατάνε ψηλά το κεφάλι και με ενδόμυχη  πίκρα μακαρίζαμε τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχαμε κάποιες αμυδρές ιστορικές γνώσεις σχετικά με τη Γαλλική επανάσταση και κάποιες αόριστες ελπίδες  εθνικής αποκαταστάσεως, που τις  στηρίζαμε κυρίως στην προσδοκώμενη βοήθεια από τον Βορρά, στις δε γιορτές, όταν συγκεντρωνόμασταν, ψάλλαμε  κι εμείς τα άσματα του Ρήγα αλλ΄ όμως δεν φανταζόμασταν καθόλου ότι βρισκόμασταν στις παραμονές της εθνικής έκρηξης.


           Ζούσαμε ήσυχα στο Χάνι, την ημέρα μεν βρισκόμασταν ανάμεσα στα διάφορα εμπορεύματα, την νύχτα δε μέσα στο μικρό δωμάτιο, πάνω από την αποθήκη, όπου κοιμόμασταν ο πατέρας μου κι εγώ. Τις Κυριακές εκκλησιαζόμασταν τακτικά στην Αγία Φωτεινή, κάποιες φορές μάλιστα επισκεπτόμασταν κάποια οικογένεια απ’ αυτές που ζούσαν στη Σμύρνη προερχόμενες απ’ τη Χίο. Σπάνια, μία ή δύο φορές το χρόνο, κυρίως κατά το Πάσχα, πηγαίναμε για αναψυχή στα κοντινά χωριά και τότε, αναπνέοντας καθαρό αέρα και βλέποντας δέντρα και αγρούς, θυμόμασταν τη Χίο, τον πύργο και τον κήπο μας και μας φαινόταν τότε βαρύτερος ο χωρισμός από την οικογένεια.


          Έτσι έφευγαν οι μέρες και περνούσε ο καιρός, και η κυρίαρχη σκέψη μου ήταν η μελλοντική αποδημία μου στην Αγγλία. Τα όνειρα μου περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό και ήταν από κάθε άποψη όνειρα χρυσά. Αλλά, ξαφνικά, και η ησυχία και η εργασία και τα σχέδιά μας και τα όνειρα, τα πάντα ανατράπηκαν μεμιάς.


            Κατά τις αρχές του Μαρτίου, μία νύχτα ξύπνησα τρομοκρατημένος. Είχα ακούσει στον ύπνο μου αλλεπάλληλους τουφεκισμούς. Ανακάθισα πάνω στο στρώμα με τα αυτιά τεντωμένα και τα μάτια προσηλωμένα στο σκοτάδι.


           Ο πατέρας μου κοιμόταν βαθιά. Μήπως ήταν όνειρο; Όχι! Πιφ παφ πάλι και άγριες κραυγές  συγχρόνως. Ξύπνησα τον πατέρα μου και ακούγαμε και οι δυο. Καθ’ όλη την διάρκεια της νύχτας, ο κρότος και η ταραχή συνέχιζαν με διαλείμματα. Δεν μπορούσαμε να υποθέσουμε τι συμβαίνει. Και πώς να το μάθουμε; Είχαμε την περιέργεια να βγούμε  αλλά ο φόβος υπερίσχυσε και μείναμε μέσα στο δωμάτιο. Τα ξημερώματα κατεβήκαμε στην πλατεία του χανίου, όπου βρήκαμε κι άλλους συγκεντρωμένους κατοίκους με την ίδια με μας απορία και ανησυχία.


           Όπως γνωρίζεις, αναγνώστη, τα Χάνια είναι οικοδομημένα σαν φρούριο. Απ΄ έξω ψηλοί και γεροί τοίχοι, από μέσα ανοιχτή, τετράγωνη ή μακρόστενη αυλή, οι πόρτες και τα παράθυρα των αποθηκών και των σπιτιών βλέπουν στην αυλή, η δε επικοινωνία με τον έξω κόσμο γίνεται από μια σιδερένια πύλη, η οποία είναι κλειστή τη νύχτα.


            Όταν την αυγή οι φύλακες άνοιξαν την πύλη, μάθαμε ότι το βράδυ είχε έλθει διαταγή να πάρουν τα όπλα οι Τούρκοι γι αυτό οι βραδινοί πυροβολισμοί και αλαλαγμοί. Αλλά γιατί ο εξοπλισμός; Από που προερχόταν ο κίνδυνος που προκάλεσε τη διαταγή αυτή; Τέτοιες ερωτήσεις κάναμε σε αυτούς που έρχονταν απ’ έξω αλλά δεν πληροφορηθήκαμε τίποτα ακριβές. Ένας έλεγε ότι ήταν ομαδική και βίαιη εκδήλωση των Γενίτσαρων, άλλος έλεγε ότι ήταν πόλεμος με τους Ρώσους, κάποιοι ψιθύριζαν ότι ήταν επανάσταση των Χριστιανών. Έτσι πέρασε αυτή η μέρα. Ήταν Σάββατο. Εμείς δεν βγήκαμε έξω από το Χάνι αλλά βλέπαμε από την πύλη οπλισμένους και άγριους τους Τούρκους να περιφέρονται στους δρόμους μας.


           Την επόμενη μέρα πήγαμε όπως συνηθίζαμε στην εκκλησία. Εκείνη την Κυριακή  δε θα μιλούσε ο ιεροκήρυκας και το εκκλησίασμα  είδε με απορία τον ιερέα να ανεβαίνει στον άμβωνα. Δεν ανέβηκε για να μας διδάξει τον λόγο του Θεού αλλά για την ανάγνωση πατριαρχικού αφορισμού. Ακούγαμε όλοι εμβρόντητοι τον αναγνώστη να διαβάζει και να ανακοινώνει τις φοβερές εκείνες κατάρες και τους φρικιαστικούς εξορκισμούς.


           Ακούσαμε τα ονόματα του Σούτσου και του Υψηλάντη ως ενόχων και προδοτών. Καταλάβαμε ότι επρόκειτο για επαναστατικά κινήματα στη Βλαχία και για μυστικές συνωμοσίες και κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον μέσα στην εκκλησία και ανταλλάσσαμε ψιθύρους  και ερωτήσεις και απορίες. Τι να σήμαινε άραγε η αφοριζόμενη επανάσταση; Ποια να ήταν η πηγή του κινήματος; Γνωρίζαμε μόνο, πόσο σημαντικός και μεγάλος ήταν ο Υψηλάντης στην Ρωσία και κάπως έτσι υποθέσαμε ότι επρόκειτο για ρωσική υποκίνηση και ότι σύντομα θα ακούγαμε για ρωσοτουρκικό  πόλεμο. Αλλά όλα αυτά  λέγονταν ως συμπεράσματα, αόριστα και συγκεχυμένα πολύ περισσότερο από όσο μπορώ σήμερα να παρουσιάσω.


         Και οι Τούρκοι όμως της Σμύρνης ήταν ακόμη στο σκοτάδι για αυτά που συνέβαιναν και ούτε είχαν καταλάβει ότι οι ραγιάδες από μόνοι τους είχαν επαναστατήσει. Νόμιζαν ότι ο κίνδυνος προερχόταν από τη Ρωσία. Από την αρχή  ο φανατισμός τους φούντωσε. Επρόκειτο για πόλεμο κατά των απίστων, άρα κάθε Χριστιανός ήταν εχθρός και κάθε ραγιάς εύκολο θύμα. Από την πρώτη λοιπόν ημέρα μαύρισε για εμάς ο ορίζοντας και καταπλάκωσε τη ψυχή μας η ανησυχία και ο φόβος.


           Οι λέξεις αυτές, ανησυχία, φόβος ξέφυγαν ήδη πολλές φορές από τη γραφίδα  μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποία  ούτε είχαμε, ούτε μπορούσαμε να έχουμε; Μη γελάσεις, αναγνώστη μου, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χιώτης. Ήθελα να σε έβλεπα στη θέση μου τότε, όσο γενναίος και αν νομίζεις ότι είσαι. Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλεία, εκτεθειμένοι στην οργή και το μαχαίρι του πρώτου εξαγριωμένου Τούρκου, χωρίς την ελάχιστη ελπίδα του να τύχουμε κάποια στιγμή δικαιοσύνη ή τουλάχιστον εκδίκηση, πώς ήταν δυνατό, εμείς οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης να έχουμε γενναιότητα; Σε τι μπορούσε η γενναιότητα να μας χρησιμεύσει; Υπομονή μόνο είχαμε και μας χρειαζόταν υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας από κει και πέρα θα ήταν διαρκής αγωνία και μακρύ μαρτύριο. Αλλά έχει και η υπομονή τα όριά της. Κάποιες φορές εξαντλείται και τη διαδέχεται τότε η απόγνωση ή η απελπισία εκείνη που οδηγεί στον ηρωισμό. Πολλά παραδείγματα ηρωισμού και κατά την Ελληνική Επανάσταση και στη γενική ιστορία των ανθρώπων, την γραπτή και την άγραφη, προέρχονται ίσως από τέτοια απελπισία. Εμένα ο Θεός με φύλαξε από την απόγνωση, η φύση όμως δεν με προετοίμασε για την απελπισία του ηρωισμού.  Αλλά και ποτέ δεν μου εξαντλήθηκε η υπομονή και η ελπίδα και πολλές φορές δόξασα γι΄ αυτό τον Ύψιστο.

 

Συνεχίζεται ……

 

(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές του περυσινού Γ2 του Γυμνασίου Γαζίου: Μαματζάκη Ελένη, Σφακιανάκης Γιώργος, Χαιρέτη Ροδάνθη, Περυσινάκη Ελένη, Μπαγορδάκη Ελένη. Φιλολογική επιμέλεια: Βλασία Διαμαντή)

 

collage

Εικ. 1      Εξώφυλλα    (Δημήτριος Βικέλας: Λουκής Λάρας (απόσπασμα) - Times News)

 

papazaxarias xani

Εικ. 2   Το χάνι του Παπαζαχαρία στα Τρίκαλα... | www.fatsimare.gr

 

xani 

Εικ. 3  Χάνι Γοργομύλου | Facebook

 

fantasma1 0

Εικ.4     Το Βατερλό των Φιλικών στο Δραγατσάνι (7/6/1821), σε λαϊκή γκραβούρα της εποχής.
Δ. ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η Επανάσταση του 21» (Αθήνα 1971)  Η εθνεγερσία της 24ης Φεβρουαρίου 1821 | Η Εφημερίδα των Συντακτών (efsyn.gr)