aa

Βρίσκεστε εδώ: ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟΜΑΘΗΜΑΤΑΑΓΓΛΙΚΑΒΑΣΙΚΟ ΜΕΝΟΥ

«Λουκής Λάρας» Δ. Βικέλα, Β Κεφάλαιο - Μέρος 2ο

 

eksofilo 2

 ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ #1262: Λουκής Λάρας (ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821) (yabook.gr)


          Κατευθυνθήκαμε σιωπηλοί προς το σπίτι μας. Όταν χτύπησε ο πατέρας μου την  πόρτα, είδα ένα δάκρυ σιωπηλό στο μάγουλό του. Αλλά εγώ αισθανόμουν την καρδιά μου να σείεται από την πλημμύρα παλιών χαρούμενων αναμνήσεων. Όταν άνοιξε την πόρτα η Ανδριάνα, η ορφανή κόρη της παραμάνας μου, το χαρούμενο κορίτσι που παίζαμε μαζί όταν ήμασταν παιδιά, η αφοσιωμένη της μητέρας μου υπηρέτρια, όταν άνοιξε την πόρτα και μας είδε  απροσδόκητα μπροστά της, έκπληκτη και πασίχαρη άνοιξε τα χείλη να φωνάξει την είδηση του ερχομού μας. Τότε εγώ όρμησα και, πριν καλά - καλά προλάβει να φωνάξει, έκλεισα με το ένα χέρι το στόμα της και με το άλλο τράβηξα τη λευκή ουρά του χιώτικου κεφαλομάντηλού της και λύθηκαν οι πλεξίδες της και έμεινε στο χέρι μου το λευκό ρούχο. Λησμόνησα εκείνη την στιγμή και τον σεβασμό προς τον πατέρα μου και τα επτά χρόνια της απουσίας μου και τους οιωνούς μέσα στους οποίους επέστρεφα στο πατρικό μου σπίτι.

xiotikes endimasies

Οι Χιώτικες ενδυμασίες σαν χαρακτικά | politischios.gr

          Η χαρά της μητέρας μου, όταν μας είδε, επισκίασε κάθε άλλο της αίσθημα. Την βρήκα πιο γερασμένη απ΄ ό,τι την ήξερα την καλή μου τη μητέρα, ενώ οι αδελφές μου, που τις άφησα μικρά παιδιά, ήταν ήδη κοπέλες που άνθιζαν. Με πόση χαρά επιστρέφει κανείς μετά από μεγάλη απουσία στο σπίτι όπου γεννήθηκε, κοντά σε κείνους που από παιδί αγάπησε! Πόσο γλυκειές οι πρώτες ώρες της συνάντησης και οι περιποιήσεις μιας αγαπημένης μητέρας που οδηγεί τον γιο που επιστρέφει στο παλιό δωμάτιο, στο κρεβάτι, που για πολλά χρόνια δεν κοιμήθηκε και τα  τρυφερά λόγια και τα δάκρυα χαράς που διέκοπταν τα λόγια της και τα σφιχταγκαλιάσματα και τα μητρικά φιλιά! Η δυστυχισμένη μητέρα μου, πόσα έμελλε ακόμα να υποφέρει πριν κλείσει τα μάτια της!  
 
          Ο πατέρας μου ήθελε να πάμε αμέσως στην εξοχή, στον πύργο μας αλλά η Δημογεροντία δεν το επέτρεψε. Δεν επιτρεπόταν σε καμιά από τις εύπορες οικογένειες να φύγει από την πόλη. Οι Τούρκοι, εκτός από τους κρατούμενους στο φρούριο, μας ήθελαν όλους εκεί, κοντά, κάτω από το χέρι τους, κάτω από τη μάχαιρά τους.
dimogerontes despotis salwnwn trapezi 

Κοτζαμπάσηδες, οπλαρχηγοί και κεφαλαιούχοι επί τουρκοκρατίας — Μνήμες Ελληνισμού (mnimesellinismou.com)

           Μείναμε λοιπόν, θέλοντας και μη στην πόλη, πιστεύοντας ότι ούτως ή άλλως δεν θα αργήσουν να ησυχάσουν τα πράγματα. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την μακρά από τότε διάρκεια του αγώνα.  Κι εμείς στη Χίο, χρωστώ να το παραδεχτώ, δεν είχαμε στην  αρχή μεγάλες ελπίδες για επιτυχία στο τέλος. Απεναντίας, βλέπαμε από κοντά τον όγκο των τουρκικών δυνάμεων και τον βλέπαμε υπό το πρίσμα των παλιών εντυπώσεων και της πίεσης του τρόμου. Η επανάσταση δεν είχε ακόμα αναδείξει την ισχύ της με τις νίκες στην ξηρά και τα κατορθώματα στη θάλασσα.   

          Και αργότερα όμως, όταν άρχισαν οι θρίαμβοι των ελληνικών όπλων, οι ειδήσεις για αυτούς δεν μπόρεσαν να εξουδετερώσουν την αποθάρρυνση, την  οποία  οι  καταστροφές γύρω μας έσπειραν  στις καρδιές μας. Διότι κάθε κατόρθωμα των επαναστατών είχε την ανταπόδοσή του, όπου οι Τούρκοι κυριαρχούσαν. Την πρώτη πυρπόληση τουρκικού δικρότου ακολούθησε ο θρήνος των Κυδωνιών και οι φρικώδεις σφαγές της Σμύρνης την ήττα των εχθρών στην Σάμο την διαδέχτηκαν τα αιμοχαρή όργια στην Κύπρο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς επακολούθησε η ερήμωση της Κασσάνδρας!

dikroto

δίκροτο - Βικιλεξικό (wiktionary.org)

          Και στο μεταξύ ο επίσκοπος και οι πρόκριτοι κρατούνταν στο φρούριο, ο δε αριθμός της φρουράς σε αυτό αυξανόταν κάθε φορά με νέες βοηθητικές δυνάμεις, οι πιέσεις επιτείνονταν και οι Τούρκοι μάς έριχναν άγρια βλέμματα και ακόνιζαν τα ξίφη τους, ενώ απέναντί μας, σε όλα τα παράλια της Ανατολής, συγκεντρώνονταν αγέλες θηρίων έτοιμων να πέσουν πάνω στο νησί μας! Όχι η ατμόσφαιρα γύρω μας δεν ήταν κατάλληλη για την ανύψωση του φρονήματος το κεφάλι μας έγερνε από τον ανεμοστρόβιλο του κατατρεγμού και  ελπίδες γενναίες δεν εισχωρούσαν στην ψυχή μας.

          Η μόνη ελπίδα του πατέρα μου -ελπίδα όχι αποτίναξης του ζυγού, αλλά συμβιβασμού και συνδιαλλαγής- στηριζόταν στην βοήθεια της Χριστιανοσύνης. Αλλά ο φίλος του Ζενάκης δεν παραδεχόταν καθόλου την πιθανότητα αυτής της βοήθειας. Σφιγγόταν η καρδιά μου, όταν τον άκουγα να ελεεινολογεί το κίνημα και να θρηνεί εκ των προτέρων όλες τις συνέπειές του. Ο πατέρας μου φαινόταν να μην πείθεται και επέμενε να ελπίζει, αλλά ο Ζενάκης ήταν υποπρόξενος, δεν θυμάμαι ποιας από τις  δευτερεύουσες δυνάμεις- της Ολλανδίας νομίζω- με αποτέλεσμα  σε εμένα τα λόγια του να φαίνονται όλο βαρύτητα και επισημότητα.

          Ήταν παλιός φίλος του πατέρα μου και γείτονας κι ένας από τους λίγους που εκείνη την εποχή σύχναζε στο σπίτι μας. Λόγω του αξιώματός του βρισκόταν σε καθημερινή επαφή με τους υπόλοιπους πρόξενους και η ανθελληνική πολιτική των Δυνάμεων, που ρύθμιζε τις ιδέες των προξένων στη Χίο, αντικατοπτριζόταν στη γλώσσα του Ζενάκη. Οι εκφράσεις του για την επανάσταση δεν ήταν ούτε επαινετικές για το παρόν ούτε ενθαρρυντικές για το μέλλον.

          -Δεν επεμβαίνει η Ευρώπη και ησύχασε, έλεγε και ξαναέλεγε στον πατέρα μου. Οι βασιλιάδες δεν συμπεθερεύουν με επαναστάτες.

          -Και θα αφήσουν τον Σουλτάνο να σφάξει όλους τους Έλληνες; φώναζε ο πατέρας μου.

          -Ας προσκυνήσουν και ας ζητήσουν το έλεός του, απαντούσε ο Ζενάκης.

          Και μου φαίνεται ότι τον ακούω να επαναλαμβάνει την συνηθισμένη του φράση, όποτε γινόταν λόγος για επαναστάτες: «επήραν το Γένος στο λαιμό τους!»

sinedrio vien 

Το Συνέδριο της Βιέννης και οι αποφάσεις του | OffLine Post

           Και πέρασε έτσι το καλοκαίρι και μετά το καλοκαίρι ήρθε το φθινόπωρο, και το φθινόπωρο το διαδέχθηκε ο χειμώνας. Πώς πέρασαν οι δέκα εκείνοι μήνες κατά τους οποίους ζήσαμε μεταξύ σφύρας και άκμονος λησμονώντας την διάρκεια του χθες με την προσδοκία του αύριο;

          Έχεις επιχειρήσει ποτέ, αναγνώστη, την ανάβαση ενός ψηλού βουνού; Αρχίζεις με θάρρος την πορεία· είναι τραχιά η ανηφόρα και σύντομα ο ιδρώτας βρέχει το μέτωπό σου. Αλλά πλησιάζοντας το τέρμα νιώθεις λιγότερο κόπο. Βλέπεις μπροστά σου την κορυφή. Προχωράς προς αυτήν. Πλησίασες! Μένουν λίγα ακόμη βήματα. Έφτασες! Αλλά όχι. Δεν ήταν αυτό η κορυφή. Σε εξαπάτησε μια προεξοχή του βουνού. Πιο εκεί, ψηλότερα είναι η αληθινή κορυφή του. Η απόσταση δεν φαίνεται μεγάλη. Εμπρός! Και αρχίζεις ξανά την ανάβαση, με τα γόνατα λιγότερο σταθερά, με ταχύτερους τους παλμούς της καρδιάς. Και φτάνεις εκεί και την κορυφή την βλέπεις πιο μακριά πάλι. Και τις δυνάμεις σου τις εξάντλησες ήδη αγωνιζόμενος να φτάσεις στο τέρμα κι αυτό απομακρύνεται, ενώ νομίζεις ότι το άγγιξες. Κουρασμένος, ασθμαίνοντας, βλέπεις επιτέλους τον ουρανό πίσω από την τελευταία άκρη και τότε, πέφτοντας στο χώμα να ανακτήσεις  δυνάμεις, βλέπεις κάτω την κοιλάδα και θαυμάζεις το ύψος στο οποίο ανέβηκες!

          Να λοιπόν πώς πέρασαν οι μήνες εκείνοι. Ανεβαίναμε το βουνό αλλά από την αρχή κάλυπταν σύννεφα  την κορυφή και δεν την βλέπαμε. Όταν επιτέλους  φτάσαμε στην άκρη, βρήκαμε γκρεμό μπροστά μας και βάραθρο και αντί να ξεκουραστούμε στο ύψωμα, γκρεμιστήκαμε κατακόρυφα.

 

Συνεχίζεται…

 

«Λουκής Λάρας» Δ. Βικέλα, Β Κεφάλαιο - Μέρος 1ο

 

 0 eksof

             Το φως του ήλιου είχε κρυφτεί αλλά δεν είχε έρθει ακόμη το σκοτάδι της νύχτας, όταν κλείσαμε  την αποθήκη και βγήκαμε από το Χάνι. Η πύλη ήταν ακόμη ανοικτή. Δεν είχαμε ούτε σάκο, ούτε δέμα, ούτε κάτι άλλο να δείχνει τους σκοπούς μας. Στους κόρφους μας μόνο και μέσα στα ρούχα μας κρύψαμε ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας με ασφάλεια και κρυφά.

             Κανείς από τους γείτονες ή τους συγκάτοικους δεν γνώριζε  το μυστικό μας. Αλλά εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν σαν να το γνώριζε ο κόσμος όλος˙ μου φαινόταν οι ανοικτές ακόμα πόρτες και  τα παράθυρα της αυλής σαν να είχαν μάτια και να έβλεπαν μέσα από τα ρούχα μας, τα βάθη των κόρφων μας και βαθύτερα ακόμα, της καρδιάς μας τους στοχασμούς. Δίπλα στην πύλη στεκόταν ο γέροντας φύλακας με τα χέρια πίσω.

             - Πώς τόσο αργά  έξω; Μας ρώτησε. Για πού;

             - Πηγαίνουμε στην εκκλησία, αποκρίθηκε ο πατέρας μου.

             Δεν ήταν ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν τόλμησα να πω λέξη στον πατέρα μου αλλά ήμουν βέβαιος, ότι ο γέρος Οθωμανός αντιλήφθηκε ότι φεύγαμε και ότι θα τρέξει να μας καταδώσει. Κάθε σκιά μακριά μου μού παρουσιαζόταν ως γιανίτσαρος ή ζεϊβέκης* που κρατούσε σπαθί στα χέρια του. Σε κάθε βήμα περίμενα κάποια απροσδόκητη καταστροφή.

1 zeimp

Ζεϊμπέκοι - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

             Με τη θεία χάρη καμία ανεπιθύμητη συνάντηση δεν διατάραξε την πορεία μας. Ο πλοίαρχος είχε ορίσει πού θα τον βρίσκαμε, σε απόμερη άκρη της πόλης και μας περίμενε στην ακτή. Η βάρκα ήταν πιο πέρα˙ ερημιά  και άκρα ησυχία στην ακτή και σκοτεινό το βράδυ. Πηδήξαμε μέσα στο σκάφος και φύγαμε!

             Μόνο όταν ανεβήκαμε στο πλοίο, αισθάνθηκα το στήθος μου ελαφρύτερο και ανέπνευσα ελεύθερα. Ξένα πλοία δεν είχαν ακόμη λεηλατηθεί από τους Τούρκους κι επομένως κάτω από τη ρώσικη σημαία της γολέτας*, πίστευα ότι  κάθε άμεσος κίνδυνος είχε εκλείψει. Φανταζόμουν ότι φεύγοντας από την Σμύρνη, φεύγαμε και από τους τρόμους και τα βάσανα και τους κινδύνους και λησμονούσα την πρώτη μου από την αρχή εντύπωση, ότι  πηγαίνοντας στη Χίο δεν σωζόμασταν από τους Τούρκους.

             Άλλωστε, όσο το σκεφτόμουν τόσο πειθόμουν ότι εκεί θα μέναμε αβλαβείς και ήσυχοι. Οι λίγοι Τούρκοι της Χίου ήταν ήρεμοι και εντέλει ήταν λίγοι. Οι Χιώτες ήταν εργατικοί, φιλήσυχοι και ειρηνικοί. Επειδή ευημερούσαν και ήταν αυτοδιοικούμενοι, ήταν οι πιο καλότυχοι από όλους τους Έλληνες τότε. Δεν υπήρχε λοιπόν πιθανότητα ούτε η επανάσταση να μεταφερθεί και στη Χίο ούτε η οργή και ο φανατισμός των Τούρκων να ξεσπάσει εναντίον των κατοίκων. Γι’ αυτό έβλεπα με ήσυχη καρδιά την προετοιμασία της αναχώρησης. Η άγκυρα είχε κρεμαστεί ήδη από την πλώρη. Αφού ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, η λέμβος (βάρκα) σηκώθηκε, τα πανιά άνοιξαν και αποπλεύσαμε.

2 xartis

Αυτός είναι ο πιο ωραίος χάρτης της Χίου (aplotaria.gr)

             Τη νύχτα κοιμήθηκα ωραία. Αφ’ ότου οι νυχτερινοί εκείνοι τουφεκισμοί με είχαν ξυπνήσει στις αρχές του Μαρτίου, ο ύπνος μου ήταν διακεκομμένος και ανήσυχος και  τον τελευταίο καιρό οι αυξανόμενοι κίνδυνοι και οι σκέψεις της φυγής μού κρατούσαν τα βλέφαρα ανοιχτά και περνούσα άγρυπνος τις νύχτες. Αλλά πάνω στο πλοίο αισθανόμουν ασφαλής. Σκεφτόμουν λίγο τη μετάβαση στην Αγγλία που ματαιώθηκε, μου ερχόταν στον νου η τρομερή εκείνη παραζάλη στην αγορά, όταν έτρεχα αθέλητα ανάμεσα στους Τούρκους, φανταζόμουν πού και πού ότι έβλεπα μπροστά  μου τον Πατριάρχη στην αγχόνη αλλά όλα αυτά τα δυσάρεστα φαντάσματα τα έδιωξε σιγά σιγά η συναίσθηση της σωτηρίας, η προσδοκία της συνάντησης με τη μητέρα και τα αδέλφια μου και η γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Η νεότητα είναι από τη φύση της αμέριμνη και αισιόδοξη, δεν της αρέσει να ασχολείται με τα θλιβερά. Οι αναμνήσεις της Σμύρνης διαλύθηκαν σιγά σιγά μέσα από το πρίσμα των ευχάριστων ονειροπολήσεων κι αποκοιμήθηκα γαλήνια, νανουρισμένος από το τρίξιμο του σκάφους και την ομαλή κίνησή του πάνω στα ήμερα κύματα.

            Την αυγή όταν ανέβηκα στο κατάστρωμα, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει.  Απέναντί μας φαινόταν η Χίος, καλυμμένη με διάφανη πρωινή ομίχλη.

3 liman xios

Ο Λυκούργος Λογοθέτης «πυροδοτεί» την Επανάσταση στη Χίο | OffLine Post

             Μακριά, προς τα αριστερά, ο πατέρας μου σιωπηλός, μου έδειξε με το χέρι του, σαν ένα σμήνος λευκών περιστεριών, μια σειρά πανιά καραβιών  στον ορίζοντα. Ο γερο- Βισβίλης - νομίζω ότι τον βλέπω μπροστά μου τώρα ενώ γράφω- όρθιος στη πρύμνη, με τα δύο του χέρια στο μέτωπο  και γύρω από τα μάτια του ατένιζε με προσοχή, σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τα πλοία.

             - Έρχονται ή φεύγουν; ρώτησε ο πατέρας μου.

             - Πηγαίνουν προς τη Σάμο, αποκρίθηκε ο πλοίαρχος. Ο Θεός μαζί τους!

             - Αμήν, απάντησε ο πατέρας μου. Και οι δύο γέροντες έκαναν τον σταυρό τους.

4 lefka pania

Ναυμαχία της Σάμου - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

             Πρώτη τότε φορά, μου φανερώθηκε συνολικά η ιδέα της Επανάστασης, η αίσθηση της Εθνεγερσίας. Τα λευκά εκείνα περιστέρια ήταν τα πλοία του ελληνικού στόλου. Κυμάτιζε σε αυτά η σημαία του Σταυρού. Και έπλεαν τα πλοία εκείνα ελεύθερα στις ελληνικές θάλασσες  και ήταν πάνω σε αυτά άντρες γενναίοι και άφοβοι και έδειχναν από ακτή σε ακτή τη σημαία τους, εμψυχώνοντας τους Χριστιανούς και αψηφώντας τους Τούρκους και πάνω σε αυτή τη σημαία ήταν χαραγμένες οι λέξεις <Ελευθερία ή Θάνατος!>.

             Όταν είδα τους δύο γέροντες τόσο συγκινημένους, αισθάνθηκα μέσα μου ένα αίσθημα απερίγραπτο, απερίγραπτο πόσο μάλλον, εφόσον ήταν αόριστο και ασαφές. Αισθάνθηκα σαν να έγινε πλατύτερο το στήθος και ψηλότερο το σώμα μου. Αλλά ήταν στιγμιαίο και παροδικό αυτό το αίσθημα. Ίσως, γράφοντας τώρα, να περιγράφω μάλλον τι μπορούσα να αισθανθώ τότε παρά τι πραγματικώς και ακριβώς αισθάνθηκα. Μετά από λίγες ώρες αποβιβαστήκαμε στη Χίο.

5 xios

«Το αίμα που χύθηκε ήταν τόσο πολύ που κοκκίνισε την θάλασσα»-Η Σφαγή της Χίου – ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ (choratouaxoritou.gr)

             Περίμενα να δω όπως συνήθως  την παραλία γεμάτη κόσμο, και γνωστούς και φίλους στην προκυμαία, και να ακούσω τα χαρούμενα «Καλώς ορίσατε» και τα αστεία, τα οποία άλλοτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, ανταλλάσσονταν μεταξύ της προβλήτας και της βάρκας. Αλλά  το καφενείο στο λιμάνι ήταν άδειο, η προκυμαία έρημη, έρημη η αγορά. Μόνο στις πόρτες κάποιων μαγαζιών οι ιδιοκτήτες, λυπημένοι και σιωπηλοί, μας έβλεπαν με απορία και μας χαιρετούσαν καθώς περνούσαμε.

             Η θέα της γενικής εκείνης στεναχώριας με κατατάραζε και μου ερχόταν να φωνάξω ρωτώντας τους εμπόρους μπροστά από τα μαγαζιά:  «Για όνομα του θεού, τι έπαθε η Χίος, τι συμβαίνει;» Αλλά πήγαινα μετά από τον πατέρα μου και τον ακολουθούσα και δεν ήμουν συνηθισμένος να παίρνω πρωτοβουλία ποτέ, όταν ήταν εκεί αυτός.

             Ευτυχώς ούτε εκείνος κρατήθηκε για πολύ αλλά μπαίνοντας στο κατάστημα παλιού γνωστού τον ρώτησε, χωρίς πρόλογο που να εξηγεί την παρουσία μας, την ίδια αυτή ερώτηση που μου ερχόταν στα χείλη.

             -Βρήκες την ώρα να επιστρέψεις φίλε μου. Εδώ γίνεται ο χαλασμός του κόσμου. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις του εμπόρου. Αλλά αυτή η μελαγχολική υποδοχή δεν τον εμπόδισε μας δείξει την ευχαρίστηση του που μας συνάντησε.  Μας ανάγκασε να καθίσουμε, επέμενε να μας κεράσει και στο μεταξύ, φιλοξενώντας μας, μας διηγήθηκε αυτά που είχαν συμβεί.

             Τότε μάθαμε ότι ο στόλος, τον οποίο είδαμε την αυγή να πλέει προς την Σάμο, είχε μείνει δέκα μέρες στα παράλια της Χίου, υπό τον ναύαρχο Τομπάζη με σκοπό την εξέγερση του νησιού, αλλά και ότι οι Τούρκοι, όταν είδαν τα ελληνικά πλοία, συνέλαβαν τον ιεράρχη και τους προκρίτους, τους οποίους ακόμα κρατούσαν ως ομήρους μέσα στο φρούριο, ενώ οι ντόπιοι δεν ξεσηκώθηκαν και έφυγε άπρακτος ο στόλος. Και μας αφηγήθηκε λεπτομερώς ο μαγαζάτορας των δέκα εκείνων ημερών τις περιπέτειες και απαριθμούσε τα ονόματα των συλληφθέντων ομήρων, ονόματα σεβαστά και αγαπητά, και περιέγραφε με συγκίνηση τον τρόμο που έσπειρε η σύλληψή τους σε όλο το νησί. Διότι ήταν ήδη γνωστές  οι σφαγές στην Κωνσταντινούπολη. Και η κράτηση των ομήρων θεωρήθηκε εύλογα ως πρόλογος χειρότερων παθών. Έτσι καταλάβαμε, γιατί ήταν η πόλη έρημη και μελαγχολική. Καταλάβαμε ακόμα, ότι η Σμύρνη δεν ήταν η μόνη επικίνδυνη διαμονή και ότι,  όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότητα από τη μια πλευρά και διαρκής από την άλλη αγωνία. Κατευθυνθήκαμε σιωπηλοί προς το σπίτι μας.

                                                                                                                                                                                                    Συνεχίζεται…

 

(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές των περυσινών Γ2 και Γ4 του Γυμνασίου Γαζίου: Μαρία Ζερβού, Κορίνα Κοκκινάκη, Αφροδίτη Εγγλέζου, Ηλίας Καλογεράκος, Ειρήνη Καλλέργη. Φιλολογική επιμέλεια: Βλασία Διαμαντή)