aa

«Λουκής Λάρας» Δ. Βικέλα, Β Κεφάλαιο - Μέρος 1ο

 

 0 eksof

             Το φως του ήλιου είχε κρυφτεί αλλά δεν είχε έρθει ακόμη το σκοτάδι της νύχτας, όταν κλείσαμε  την αποθήκη και βγήκαμε από το Χάνι. Η πύλη ήταν ακόμη ανοικτή. Δεν είχαμε ούτε σάκο, ούτε δέμα, ούτε κάτι άλλο να δείχνει τους σκοπούς μας. Στους κόρφους μας μόνο και μέσα στα ρούχα μας κρύψαμε ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας με ασφάλεια και κρυφά.

             Κανείς από τους γείτονες ή τους συγκάτοικους δεν γνώριζε  το μυστικό μας. Αλλά εκείνη τη στιγμή μου φαινόταν σαν να το γνώριζε ο κόσμος όλος˙ μου φαινόταν οι ανοικτές ακόμα πόρτες και  τα παράθυρα της αυλής σαν να είχαν μάτια και να έβλεπαν μέσα από τα ρούχα μας, τα βάθη των κόρφων μας και βαθύτερα ακόμα, της καρδιάς μας τους στοχασμούς. Δίπλα στην πύλη στεκόταν ο γέροντας φύλακας με τα χέρια πίσω.

             - Πώς τόσο αργά  έξω; Μας ρώτησε. Για πού;

             - Πηγαίνουμε στην εκκλησία, αποκρίθηκε ο πατέρας μου.

             Δεν ήταν ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν τόλμησα να πω λέξη στον πατέρα μου αλλά ήμουν βέβαιος, ότι ο γέρος Οθωμανός αντιλήφθηκε ότι φεύγαμε και ότι θα τρέξει να μας καταδώσει. Κάθε σκιά μακριά μου μού παρουσιαζόταν ως γιανίτσαρος ή ζεϊβέκης* που κρατούσε σπαθί στα χέρια του. Σε κάθε βήμα περίμενα κάποια απροσδόκητη καταστροφή.

1 zeimp

Ζεϊμπέκοι - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

             Με τη θεία χάρη καμία ανεπιθύμητη συνάντηση δεν διατάραξε την πορεία μας. Ο πλοίαρχος είχε ορίσει πού θα τον βρίσκαμε, σε απόμερη άκρη της πόλης και μας περίμενε στην ακτή. Η βάρκα ήταν πιο πέρα˙ ερημιά  και άκρα ησυχία στην ακτή και σκοτεινό το βράδυ. Πηδήξαμε μέσα στο σκάφος και φύγαμε!

             Μόνο όταν ανεβήκαμε στο πλοίο, αισθάνθηκα το στήθος μου ελαφρύτερο και ανέπνευσα ελεύθερα. Ξένα πλοία δεν είχαν ακόμη λεηλατηθεί από τους Τούρκους κι επομένως κάτω από τη ρώσικη σημαία της γολέτας*, πίστευα ότι  κάθε άμεσος κίνδυνος είχε εκλείψει. Φανταζόμουν ότι φεύγοντας από την Σμύρνη, φεύγαμε και από τους τρόμους και τα βάσανα και τους κινδύνους και λησμονούσα την πρώτη μου από την αρχή εντύπωση, ότι  πηγαίνοντας στη Χίο δεν σωζόμασταν από τους Τούρκους.

             Άλλωστε, όσο το σκεφτόμουν τόσο πειθόμουν ότι εκεί θα μέναμε αβλαβείς και ήσυχοι. Οι λίγοι Τούρκοι της Χίου ήταν ήρεμοι και εντέλει ήταν λίγοι. Οι Χιώτες ήταν εργατικοί, φιλήσυχοι και ειρηνικοί. Επειδή ευημερούσαν και ήταν αυτοδιοικούμενοι, ήταν οι πιο καλότυχοι από όλους τους Έλληνες τότε. Δεν υπήρχε λοιπόν πιθανότητα ούτε η επανάσταση να μεταφερθεί και στη Χίο ούτε η οργή και ο φανατισμός των Τούρκων να ξεσπάσει εναντίον των κατοίκων. Γι’ αυτό έβλεπα με ήσυχη καρδιά την προετοιμασία της αναχώρησης. Η άγκυρα είχε κρεμαστεί ήδη από την πλώρη. Αφού ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, η λέμβος (βάρκα) σηκώθηκε, τα πανιά άνοιξαν και αποπλεύσαμε.

2 xartis

Αυτός είναι ο πιο ωραίος χάρτης της Χίου (aplotaria.gr)

             Τη νύχτα κοιμήθηκα ωραία. Αφ’ ότου οι νυχτερινοί εκείνοι τουφεκισμοί με είχαν ξυπνήσει στις αρχές του Μαρτίου, ο ύπνος μου ήταν διακεκομμένος και ανήσυχος και  τον τελευταίο καιρό οι αυξανόμενοι κίνδυνοι και οι σκέψεις της φυγής μού κρατούσαν τα βλέφαρα ανοιχτά και περνούσα άγρυπνος τις νύχτες. Αλλά πάνω στο πλοίο αισθανόμουν ασφαλής. Σκεφτόμουν λίγο τη μετάβαση στην Αγγλία που ματαιώθηκε, μου ερχόταν στον νου η τρομερή εκείνη παραζάλη στην αγορά, όταν έτρεχα αθέλητα ανάμεσα στους Τούρκους, φανταζόμουν πού και πού ότι έβλεπα μπροστά  μου τον Πατριάρχη στην αγχόνη αλλά όλα αυτά τα δυσάρεστα φαντάσματα τα έδιωξε σιγά σιγά η συναίσθηση της σωτηρίας, η προσδοκία της συνάντησης με τη μητέρα και τα αδέλφια μου και η γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Η νεότητα είναι από τη φύση της αμέριμνη και αισιόδοξη, δεν της αρέσει να ασχολείται με τα θλιβερά. Οι αναμνήσεις της Σμύρνης διαλύθηκαν σιγά σιγά μέσα από το πρίσμα των ευχάριστων ονειροπολήσεων κι αποκοιμήθηκα γαλήνια, νανουρισμένος από το τρίξιμο του σκάφους και την ομαλή κίνησή του πάνω στα ήμερα κύματα.

            Την αυγή όταν ανέβηκα στο κατάστρωμα, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει.  Απέναντί μας φαινόταν η Χίος, καλυμμένη με διάφανη πρωινή ομίχλη.

3 liman xios

Ο Λυκούργος Λογοθέτης «πυροδοτεί» την Επανάσταση στη Χίο | OffLine Post

             Μακριά, προς τα αριστερά, ο πατέρας μου σιωπηλός, μου έδειξε με το χέρι του, σαν ένα σμήνος λευκών περιστεριών, μια σειρά πανιά καραβιών  στον ορίζοντα. Ο γερο- Βισβίλης - νομίζω ότι τον βλέπω μπροστά μου τώρα ενώ γράφω- όρθιος στη πρύμνη, με τα δύο του χέρια στο μέτωπο  και γύρω από τα μάτια του ατένιζε με προσοχή, σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τα πλοία.

             - Έρχονται ή φεύγουν; ρώτησε ο πατέρας μου.

             - Πηγαίνουν προς τη Σάμο, αποκρίθηκε ο πλοίαρχος. Ο Θεός μαζί τους!

             - Αμήν, απάντησε ο πατέρας μου. Και οι δύο γέροντες έκαναν τον σταυρό τους.

4 lefka pania

Ναυμαχία της Σάμου - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)

             Πρώτη τότε φορά, μου φανερώθηκε συνολικά η ιδέα της Επανάστασης, η αίσθηση της Εθνεγερσίας. Τα λευκά εκείνα περιστέρια ήταν τα πλοία του ελληνικού στόλου. Κυμάτιζε σε αυτά η σημαία του Σταυρού. Και έπλεαν τα πλοία εκείνα ελεύθερα στις ελληνικές θάλασσες  και ήταν πάνω σε αυτά άντρες γενναίοι και άφοβοι και έδειχναν από ακτή σε ακτή τη σημαία τους, εμψυχώνοντας τους Χριστιανούς και αψηφώντας τους Τούρκους και πάνω σε αυτή τη σημαία ήταν χαραγμένες οι λέξεις <Ελευθερία ή Θάνατος!>.

             Όταν είδα τους δύο γέροντες τόσο συγκινημένους, αισθάνθηκα μέσα μου ένα αίσθημα απερίγραπτο, απερίγραπτο πόσο μάλλον, εφόσον ήταν αόριστο και ασαφές. Αισθάνθηκα σαν να έγινε πλατύτερο το στήθος και ψηλότερο το σώμα μου. Αλλά ήταν στιγμιαίο και παροδικό αυτό το αίσθημα. Ίσως, γράφοντας τώρα, να περιγράφω μάλλον τι μπορούσα να αισθανθώ τότε παρά τι πραγματικώς και ακριβώς αισθάνθηκα. Μετά από λίγες ώρες αποβιβαστήκαμε στη Χίο.

5 xios

«Το αίμα που χύθηκε ήταν τόσο πολύ που κοκκίνισε την θάλασσα»-Η Σφαγή της Χίου – ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ (choratouaxoritou.gr)

             Περίμενα να δω όπως συνήθως  την παραλία γεμάτη κόσμο, και γνωστούς και φίλους στην προκυμαία, και να ακούσω τα χαρούμενα «Καλώς ορίσατε» και τα αστεία, τα οποία άλλοτε, σε τέτοιες περιπτώσεις, ανταλλάσσονταν μεταξύ της προβλήτας και της βάρκας. Αλλά  το καφενείο στο λιμάνι ήταν άδειο, η προκυμαία έρημη, έρημη η αγορά. Μόνο στις πόρτες κάποιων μαγαζιών οι ιδιοκτήτες, λυπημένοι και σιωπηλοί, μας έβλεπαν με απορία και μας χαιρετούσαν καθώς περνούσαμε.

             Η θέα της γενικής εκείνης στεναχώριας με κατατάραζε και μου ερχόταν να φωνάξω ρωτώντας τους εμπόρους μπροστά από τα μαγαζιά:  «Για όνομα του θεού, τι έπαθε η Χίος, τι συμβαίνει;» Αλλά πήγαινα μετά από τον πατέρα μου και τον ακολουθούσα και δεν ήμουν συνηθισμένος να παίρνω πρωτοβουλία ποτέ, όταν ήταν εκεί αυτός.

             Ευτυχώς ούτε εκείνος κρατήθηκε για πολύ αλλά μπαίνοντας στο κατάστημα παλιού γνωστού τον ρώτησε, χωρίς πρόλογο που να εξηγεί την παρουσία μας, την ίδια αυτή ερώτηση που μου ερχόταν στα χείλη.

             -Βρήκες την ώρα να επιστρέψεις φίλε μου. Εδώ γίνεται ο χαλασμός του κόσμου. Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις του εμπόρου. Αλλά αυτή η μελαγχολική υποδοχή δεν τον εμπόδισε μας δείξει την ευχαρίστηση του που μας συνάντησε.  Μας ανάγκασε να καθίσουμε, επέμενε να μας κεράσει και στο μεταξύ, φιλοξενώντας μας, μας διηγήθηκε αυτά που είχαν συμβεί.

             Τότε μάθαμε ότι ο στόλος, τον οποίο είδαμε την αυγή να πλέει προς την Σάμο, είχε μείνει δέκα μέρες στα παράλια της Χίου, υπό τον ναύαρχο Τομπάζη με σκοπό την εξέγερση του νησιού, αλλά και ότι οι Τούρκοι, όταν είδαν τα ελληνικά πλοία, συνέλαβαν τον ιεράρχη και τους προκρίτους, τους οποίους ακόμα κρατούσαν ως ομήρους μέσα στο φρούριο, ενώ οι ντόπιοι δεν ξεσηκώθηκαν και έφυγε άπρακτος ο στόλος. Και μας αφηγήθηκε λεπτομερώς ο μαγαζάτορας των δέκα εκείνων ημερών τις περιπέτειες και απαριθμούσε τα ονόματα των συλληφθέντων ομήρων, ονόματα σεβαστά και αγαπητά, και περιέγραφε με συγκίνηση τον τρόμο που έσπειρε η σύλληψή τους σε όλο το νησί. Διότι ήταν ήδη γνωστές  οι σφαγές στην Κωνσταντινούπολη. Και η κράτηση των ομήρων θεωρήθηκε εύλογα ως πρόλογος χειρότερων παθών. Έτσι καταλάβαμε, γιατί ήταν η πόλη έρημη και μελαγχολική. Καταλάβαμε ακόμα, ότι η Σμύρνη δεν ήταν η μόνη επικίνδυνη διαμονή και ότι,  όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότητα από τη μια πλευρά και διαρκής από την άλλη αγωνία. Κατευθυνθήκαμε σιωπηλοί προς το σπίτι μας.

                                                                                                                                                                                                    Συνεχίζεται…

 

(Για την αναζήτηση σημασιών άγνωστων λέξεων του πρωτοτύπου σε λεξικά, την αναζήτηση σχετικών εικόνων από το διαδίκτυο και την απόδοση του παραπάνω αποσπάσματος από την καθαρεύουσα στην Νέα Ελληνική εργάστηκαν οι μαθητές των περυσινών Γ2 και Γ4 του Γυμνασίου Γαζίου: Μαρία Ζερβού, Κορίνα Κοκκινάκη, Αφροδίτη Εγγλέζου, Ηλίας Καλογεράκος, Ειρήνη Καλλέργη. Φιλολογική επιμέλεια: Βλασία Διαμαντή)